ἀνέρεικτος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anereiktos
|Transliteration C=anereiktos
|Beta Code=a)ne/reiktos
|Beta Code=a)ne/reiktos
|Definition=or ἀνέργ-ικτος, ον, [[not bruised]], [[unground]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span>52</span>.
|Definition=or [[ἀνέρικτος]], ον, [[not bruised]], [[unground]], Hp.''Aff.''52.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[hecho con harina no cernida]], [[integral]], [[ἄρτος]] Hp.<i>Aff</i>.52.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέρεικτος''': -ον, ὁ μὴ [[ἐρεικτός]], μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ.
|lstext='''ἀνέρεικτος''': -ον, ὁ μὴ [[ἐρεικτός]], μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[hecho con harina no cernida]], [[integral]], [[ἄρτος]] Hp.<i>Aff</i>.52.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνέρεικτος]] (κ. -ικτος), -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει αλεστεί, [[ακοπάνιστος]], [[άτριφτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ερειχτός</i> «αλεσμένος» <span style="color: red;"><</span> [[ερείκω]] «[[σχίζω]], [[κοπανίζω]]»].
|mltxt=[[ἀνέρεικτος]] (κ. -ικτος), -ον (Α)<br />αυτός που δεν έχει αλεστεί, [[ακοπάνιστος]], [[άτριφτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ερειχτός</i> «αλεσμένος» <span style="color: red;"><</span> [[ερείκω]] «[[σχίζω]], [[κοπανίζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέρεικτος Medium diacritics: ἀνέρεικτος Low diacritics: ανέρεικτος Capitals: ΑΝΕΡΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: anéreiktos Transliteration B: anereiktos Transliteration C: anereiktos Beta Code: a)ne/reiktos

English (LSJ)

or ἀνέρικτος, ον, not bruised, unground, Hp.Aff.52.

Spanish (DGE)

-ον
hecho con harina no cernida, integral, ἄρτος Hp.Aff.52.

German (Pape)

[Seite 226] unzerbrochen, unzermalmt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέρεικτος: -ον, ὁ μὴ ἐρεικτός, μὴ τετριμμένος εἰς λεπτὰ μέρη, μὴ ἀληλεσμένος, Ἱππ. 528. 36, πρβλ. Γαλην. Γλωσσ. σ. 434 ἐν λ. ἀνηρίκτῳ.

Greek Monolingual

ἀνέρεικτος (κ. -ικτος), -ον (Α)
αυτός που δεν έχει αλεστεί, ακοπάνιστος, άτριφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερειχτός «αλεσμένος» < ερείκω «σχίζω, κοπανίζω»].