προπορεία: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proporeia | |Transliteration C=proporeia | ||
|Beta Code=proporei/a | |Beta Code=proporei/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[those who go in front]], [[advanced guard]], Plb.9.5.8 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] ἡ, das Voraus- od. Vorangehen, Sp.; auch concret, die Vorangehenden, der Vortrab, Pol. 9, 5, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0741.png Seite 741]] ἡ, das Voraus- od. Vorangehen, Sp.; auch concret, die Vorangehenden, der Vortrab, Pol. 9, 5, 8. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπορεία:''' ἡ [[передовые части]], [[авангард]] (τοὺς τόπους ταῖς προπορείαις ἐξερευνᾶσθαι Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ [[προπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> το να προχωρεί [[κανείς]] [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> [[εμπροσθοφυλακή]] στρατεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να προηγείται [[κάτι]] [[πριν]] από [[κάτι]] [[άλλο]], το να συντελείται [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική [[κίνηση]] ή [[προσπάθεια]], πρωτοπορία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προπορεία]] ημιτονοειδούς μεγέθους»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η θετική [[διαφορά]] φάσης [[μεταξύ]] δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως [[είναι]] η [[τάση]] και η [[ένταση]] του εναλλασσόμενου ρεύματος<br />β) «[[προπορεία]] του ατμοσύρτη»<br /><b>τεχνολ.</b> [[διάταξη]] του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου. | |mltxt=η, ΝΑ [[προπορεύομαι]]<br /><b>1.</b> το να προχωρεί [[κανείς]] [[μπροστά]]<br /><b>2.</b> [[εμπροσθοφυλακή]] στρατεύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το να προηγείται [[κάτι]] [[πριν]] από [[κάτι]] [[άλλο]], το να συντελείται [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική [[κίνηση]] ή [[προσπάθεια]], πρωτοπορία<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προπορεία]] ημιτονοειδούς μεγέθους»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> η θετική [[διαφορά]] φάσης [[μεταξύ]] δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως [[είναι]] η [[τάση]] και η [[ένταση]] του εναλλασσόμενου ρεύματος<br />β) «[[προπορεία]] του ατμοσύρτη»<br /><b>τεχνολ.</b> [[διάταξη]] του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, those who go in front, advanced guard, Plb.9.5.8 (pl.).
German (Pape)
[Seite 741] ἡ, das Voraus- od. Vorangehen, Sp.; auch concret, die Vorangehenden, der Vortrab, Pol. 9, 5, 8.
Russian (Dvoretsky)
προπορεία: ἡ передовые части, авангард (τοὺς τόπους ταῖς προπορείαις ἐξερευνᾶσθαι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προπορεία: ἡ, οἱ προπορευόμενοι, ἡ ἐμπροσθοφυλακή, Πολύβ. 9. 5, 8.
Greek Monolingual
η, ΝΑ προπορεύομαι
1. το να προχωρεί κανείς μπροστά
2. εμπροσθοφυλακή στρατεύματος
νεοελλ.
1. το να προηγείται κάτι πριν από κάτι άλλο, το να συντελείται κάτι από κάτι άλλο
2. το σύνολο τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική κίνηση ή προσπάθεια, πρωτοπορία
3. φρ. α) «προπορεία ημιτονοειδούς μεγέθους»
(ηλεκτρολ.) η θετική διαφορά φάσης μεταξύ δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως είναι η τάση και η ένταση του εναλλασσόμενου ρεύματος
β) «προπορεία του ατμοσύρτη»
τεχνολ. διάταξη του ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται της κίνησης του εμβόλου.