συνετίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synetizo
|Transliteration C=synetizo
|Beta Code=suneti/zw
|Beta Code=suneti/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cause to understand</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>118(119).27</span>,<span class="bibl">34</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ne.</span>8.7</span>.</span>
|Definition=[[cause to understand]], [[LXX]] ''Ps.''118(119).27,34, ''Ne.''8.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[συνετός]]<br />[[κάνω]] συνετό κάποιον, [[εμπνέω]] [[σύνεση]], [[σωφρονίζω]] (α. «[[δυστυχώς]], [[κανείς]] δεν μπόρεσε να τον συνετίσει, έκανε [[πάντα]] το δικό του» β. «συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς έντολάς Σου», ΠΔ).
|mltxt=ΝΜΑ [[συνετός]]<br />[[κάνω]] συνετό κάποιον, [[εμπνέω]] [[σύνεση]], [[σωφρονίζω]] (α. «[[δυστυχώς]], [[κανείς]] δεν μπόρεσε να τον συνετίσει, έκανε [[πάντα]] το δικό του» β. «συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς έντολάς Σου», ΠΔ).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[verständig]] [[machen]], [[verständigen]], [[LXX]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνετίζω Medium diacritics: συνετίζω Low diacritics: συνετίζω Capitals: ΣΥΝΕΤΙΖΩ
Transliteration A: synetízō Transliteration B: synetizō Transliteration C: synetizo Beta Code: suneti/zw

English (LSJ)

cause to understand, LXX Ps.118(119).27,34, Ne.8.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνετίζω: ποιῶ τινα συνετόν, κάμνω τινὰ νὰ ἐννοήσῃ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄ 27, 34, κτλ.), Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 103, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 196.

Greek Monolingual

ΝΜΑ συνετός
κάνω συνετό κάποιον, εμπνέω σύνεση, σωφρονίζω (α. «δυστυχώς, κανείς δεν μπόρεσε να τον συνετίσει, έκανε πάντα το δικό του» β. «συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς έντολάς Σου», ΠΔ).

German (Pape)

verständig machen, verständigen, LXX.