συνετίζω: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synetizo
|Transliteration C=synetizo
|Beta Code=suneti/zw
|Beta Code=suneti/zw
|Definition=[[cause to understand]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span>118(119).27</span>,<span class="bibl">34</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ne.</span>8.7</span>.
|Definition=[[cause to understand]], [[LXX]] ''Ps.''118(119).27,34, ''Ne.''8.7.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνετίζω Medium diacritics: συνετίζω Low diacritics: συνετίζω Capitals: ΣΥΝΕΤΙΖΩ
Transliteration A: synetízō Transliteration B: synetizō Transliteration C: synetizo Beta Code: suneti/zw

English (LSJ)

cause to understand, LXX Ps.118(119).27,34, Ne.8.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνετίζω: ποιῶ τινα συνετόν, κάμνω τινὰ νὰ ἐννοήσῃ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄ 27, 34, κτλ.), Ἐκκλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 103, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 196.

Greek Monolingual

ΝΜΑ συνετός
κάνω συνετό κάποιον, εμπνέω σύνεση, σωφρονίζω (α. «δυστυχώς, κανείς δεν μπόρεσε να τον συνετίσει, έκανε πάντα το δικό του» β. «συνέτισόν με καὶ μαθήσομαι τὰς έντολάς Σου», ΠΔ).

German (Pape)

verständig machen, verständigen, LXX.