μαραθίτης: Difference between revisions

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=marathitis
|Transliteration C=marathitis
|Beta Code=maraqi/ths
|Beta Code=maraqi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[flavoured with fennel]], οἶνος Dsc.5.65, <span class="title">Gp.</span>8.9.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[flavoured with fennel]], οἶνος Dsc.5.65, ''Gp.''8.9.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαραθίτης]], ὁ (ΑM)<br />παρασκευασμένος από [[μάραθο]] ή αρωματισμένος με [[μάραθο]] («[[οἶνος]] [[μαραθίτης]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάραθον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[καλαμίτης]], [[σταφυλίτης]])].
|mltxt=[[μαραθίτης]], ὁ (ΑM)<br />παρασκευασμένος από [[μάραθο]] ή αρωματισμένος με [[μάραθο]] («[[οἶνος]] [[μαραθίτης]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάραθον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[καλαμίτης]], [[σταφυλίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρᾰθίτης Medium diacritics: μαραθίτης Low diacritics: μαραθίτης Capitals: ΜΑΡΑΘΙΤΗΣ
Transliteration A: marathítēs Transliteration B: marathitēs Transliteration C: marathitis Beta Code: maraqi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, flavoured with fennel, οἶνος Dsc.5.65, Gp.8.9.

Greek Monolingual

μαραθίτης, ὁ (ΑM)
παρασκευασμένος από μάραθο ή αρωματισμένος με μάραθοοἶνος μαραθίτης», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + επίθημα -ίτης (πρβλ. καλαμίτης, σταφυλίτης)].