νοόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=noopliktos | |Transliteration C=noopliktos | ||
|Beta Code=noo/plhktos | |Beta Code=noo/plhktos | ||
|Definition= | |Definition=νοόπληκτον, [[palsying the mind]], μέθη ''AP''6.71 (Paul. Sil.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
νοόπληκτον, palsying the mind, μέθη AP6.71 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui frappe ou trouble la raison.
Étymologie: νόος, πλήσσω.
German (Pape)
den Verstand treffend, verwirrend, μέθη, Paul.Sil. 41 (VI.71).
Russian (Dvoretsky)
νοόπληκτος: туманящий разум (μέθη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νοόπληκτος: -ον, ὁ τὸν νοῦν παραλύων, μέθη Ἀνθ. Π. 6. 71.
Greek Monolingual
νοόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που πλήττει, που παραλύει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. καρδιόπληκτος, φρενόπληκτος].
Greek Monotonic
νοόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που παραλύει τον νου, που πλήττει το μυαλό, σε Πλάτ.