μετεωροπόλος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meteoropolos | |Transliteration C=meteoropolos | ||
|Beta Code=metewropo/los | |Beta Code=metewropo/los | ||
|Definition= | |Definition=μετεωροπόλον, [[busying oneself with high things]], Ph. 1.588. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
μετεωροπόλον, busying oneself with high things, Ph. 1.588.
German (Pape)
[Seite 160] sich mit Untersuchung der überirdischen Dinge beschäftigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροπόλος: -ον, ὁ περὶ ὑψηλὰ πράγματα διατρίβων, Φίλων 1. 588. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετεωροπόλων· τῶν τὰ οὐράνια σκοπούντων».
Greek Monolingual
μετεωροπόλος, -ον (Α)
αυτός που ασχολείται με τα μετέωρα και, γενικά, με υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + -πόλος (< πέλομαι «επέρχομαι, υπάρχω»), πρβλ. μαντιπόλος, νυκτιπόλος.