μισοπράγμων: Difference between revisions
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misopragmon | |Transliteration C=misopragmon | ||
|Beta Code=misopra/gmwn | |Beta Code=misopra/gmwn | ||
|Definition= | |Definition=μισοπράγμον, gen. ονος, [[hating business]], Dam.''Isid.''296. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:58, 25 August 2023
English (LSJ)
μισοπράγμον, gen. ονος, hating business, Dam.Isid.296.
German (Pape)
[Seite 192] ον, die Geschäfte, das thätige Leben hassend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοπράγμων: -ον, ὁ μισῶν τὴν ἀνάμιξιν εἰς τὰ πράγματα, τοὺς περισπασμοὺς τοῦ βίου, ἀποφεύγων τὴν πολυπραγμοσύνην, φιλήσυχος, Δαμάσκιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 352. 19.
Greek Monolingual
μισοπράγμων, -ον (Α)
αυτός που μισεί, που αποφεύγει την πολυπραγμοσύνη, φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. φιλοπράγμων].