λιμνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=limnoeidis
|Transliteration C=limnoeidis
|Beta Code=limnoeidh/s
|Beta Code=limnoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[λιμνώδης]]. Adv. -<b class="b3">δῶς</b> Eust.ad <span class="bibl">D.P.48</span>.</span>
|Definition=λιμνοειδές, = [[λιμνώδης]]. Adv. [[λιμνοειδῶς]] Eust.ad D.P.48.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιμνοειδής''': -ές, = [[λιμνώδης]]· ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 48.
|lstext='''λιμνοειδής''': -ές, = [[λιμνώδης]]· ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 48.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Μ [[λιμνοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[λίμνη]], που έχει [[σχήμα]] και [[μορφή]] λίμνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λιμνοειδῶς</i> (Μ)<br />με [[σχήμα]] λίμνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνοειδής Medium diacritics: λιμνοειδής Low diacritics: λιμνοειδής Capitals: ΛΙΜΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: limnoeidḗs Transliteration B: limnoeidēs Transliteration C: limnoeidis Beta Code: limnoeidh/s

English (LSJ)

λιμνοειδές, = λιμνώδης. Adv. λιμνοειδῶς Eust.ad D.P.48.

German (Pape)

[Seite 48] ές, sumpfähnlich, Eust. zu D. Per. 48.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνοειδής: -ές, = λιμνώδης· ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. εἰς Διον. Π. 48.

Greek Monolingual

-ές (Μ λιμνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λίμνη, που έχει σχήμα και μορφή λίμνης.
επίρρ...
λιμνοειδῶς (Μ)
με σχήμα λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -ειδής (< εἶδος)].