καινοπηγής: Difference between revisions

From LSJ

ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainopigis
|Transliteration C=kainopigis
|Beta Code=kainophgh/s
|Beta Code=kainophgh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">newly put together, new-made</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>642</span>.</span>
|Definition=καινοπηγές, [[newly put together]], [[new-made]], A.''Th.''642.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1294.png Seite 1294]] ές, neu gefügt, gemacht, [[σάκος]] Aesch. Spt. 624.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1294.png Seite 1294]] ές, neu gefügt, gemacht, [[σάκος]] Aesch. Spt. 624.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καινοπηγής''': -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.
|btext=ής, ές :<br />[[nouvellement fabriqué]].<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πήγνυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=καινοπηγής -ές &#91;[[καινός]], [[πήγνυμι]]] [[pas gemaakt]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br />nouvellement fabriqué.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[πήγνυμι]].
|elrutext='''καινοπηγής:''' новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый ([[σάκος]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοπηγής]], -ές (Α)<br />ο πρόσφατα κατασκευασμένος, [[καινούργιος]] («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[δημιουργώ]], [[κατασκευάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ναυ</i>-<i>πηγής</i>, <i>νεο</i>-<i>πηγής</i>].
|mltxt=[[καινοπηγής]], -ές (Α)<br />ο πρόσφατα κατασκευασμένος, [[καινούργιος]] («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[δημιουργώ]], [[κατασκευάζω]]»), [[πρβλ]]. [[ναυπηγής]], [[νεοπηγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καινοπηγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καινοπηγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καινοπηγής:''' новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый ([[σάκος]] Aesch.).
|lstext='''καινοπηγής''': -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καινο-πηγής, ές [[πήγνυμι]]<br />[[newly]] put [[together]], newmade, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπηγής Medium diacritics: καινοπηγής Low diacritics: καινοπηγής Capitals: ΚΑΙΝΟΠΗΓΗΣ
Transliteration A: kainopēgḗs Transliteration B: kainopēgēs Transliteration C: kainopigis Beta Code: kainophgh/s

English (LSJ)

καινοπηγές, newly put together, new-made, A.Th.642.

German (Pape)

[Seite 1294] ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: καινός, πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινοπηγής -ές [καινός, πήγνυμι] pas gemaakt.

Russian (Dvoretsky)

καινοπηγής: новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый (σάκος Aesch.).

Greek Monolingual

καινοπηγής, -ές (Α)
ο πρόσφατα κατασκευασμένος, καινούργιος («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πηγής (< πήγνυμι «δημιουργώ, κατασκευάζω»), πρβλ. ναυπηγής, νεοπηγής].

Greek Monotonic

καινοπηγής: -ές (πήγνυμι), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπηγής: -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.

Middle Liddell

καινο-πηγής, ές πήγνυμι
newly put together, newmade, Aesch.