κακοδρομία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakodromia
|Transliteration C=kakodromia
|Beta Code=kakodromi/a
|Beta Code=kakodromi/a
|Definition=poet. κᾰκοδρομίη, ἡ, [[bad passage]] (by sea), <span class="title">AP</span>7.699.
|Definition=poet. [[κακοδρομίη]], ἡ, [[bad passage]] (by sea), ''AP''7.699.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδρομία Medium diacritics: κακοδρομία Low diacritics: κακοδρομία Capitals: ΚΑΚΟΔΡΟΜΙΑ
Transliteration A: kakodromía Transliteration B: kakodromia Transliteration C: kakodromia Beta Code: kakodromi/a

English (LSJ)

poet. κακοδρομίη, ἡ, bad passage (by sea), AP7.699.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, Unglückslauf, Ep. ad. 396 (VII, 699), vom Ikarus.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδρομία:злосчастный перелет (Ἰκάρου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδρομία: ἡ, κακὸς δρόμος (διὰ θαλάσσης), κακὸν ταξείδιον, Ἀνθ. Π. 7. 699.

Greek Monolingual

κακοδρομία και ιων. τ. κακοδρομίη, ἡ (Α)
κακός πλους, κακό ταξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -δρομία (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. κενοδρομία, ταχυδρομία].

Greek Monotonic

κᾰκοδρομία: ἡ (δρόμος), κακός δρόμος, τραχύ πέρασμα, δύσκολο ταξίδι (μέσω θαλάσσης), σε Ανθ.

Middle Liddell

κᾰκο-δρομία, ἡ, δρόμος, Anth.]