ἰσόπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isoptotos
|Transliteration C=isoptotos
|Beta Code=i)so/ptwtos
|Beta Code=i)so/ptwtos
|Definition=ον, (πτῶσις) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with like cases]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>90.6</span>.</span>
|Definition=ἰσόπτωτον, ([[πτῶσις]]) [[with like cases]], A.D.''Pron.''90.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόπτωτος]], -ον (Α)<br />(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, [[ισοσύλλαβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτώσις]]), [[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>πτωτος</i>, <i>μονό</i>-<i>πτωτος</i>].
|mltxt=[[ἰσόπτωτος]], -ον (Α)<br />(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, [[ισοσύλλαβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτώσις]]), [[πρβλ]]. [[ετερόπτωτος]], [[μονόπτωτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπτωτος Medium diacritics: ἰσόπτωτος Low diacritics: ισόπτωτος Capitals: ΙΣΟΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: isóptōtos Transliteration B: isoptōtos Transliteration C: isoptotos Beta Code: i)so/ptwtos

English (LSJ)

ἰσόπτωτον, (πτῶσις) with like cases, A.D.Pron.90.6.

German (Pape)

[Seite 1266] gleichlautende Casus habend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπτωτος: -ον, (πτῶσις) ἔχων ἴσας πτώσεις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 375Β.

Greek Monolingual

ἰσόπτωτος, -ον (Α)
(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερόπτωτος, μονόπτωτος].