ἐξαρνητικός: Difference between revisions
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksarnitikos | |Transliteration C=eksarnitikos | ||
|Beta Code=e)carnhtiko/s | |Beta Code=e)carnhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξαρνητική, ἐξαρνητικόν, [[apt at denying]], Ar.''Nu.'' 1172. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />de pers. [[capaz de negar]], [[experto en rechazar]], cóm. [[negador]] εἶ πρῶτον ἐ. κἀντιλογικός de entrada eres un negador (de las deudas ante los acreedores) y un contradictor</i> Ar.<i>Nu</i>.1172, en controversias y refutaciones ἐ. τε καὶ καταφατικός τε ἦν κἀμφοτέρωθεν [[ἀντιλογικός]] Numen.27. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0872.png Seite 872]] ή, όν, zum Leugnen geschickt, geneigt, Ar. Nubb. 1172. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0872.png Seite 872]] ή, όν, zum Leugnen geschickt, geneigt, Ar. Nubb. 1172. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[enclin à nier]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐξαρνέομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαρνητικός:''' [[склонный отрицать]] (ἐ. κάντιλογικός Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαρνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξαρνῆται, νῦν μέν γ’ [[ἰδεῖν]] εἶ πρῶτον ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 1172. | |lstext='''ἐξαρνητικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξαρνῆται, νῦν μέν γ’ [[ἰδεῖν]] εἶ πρῶτον ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 1172. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαρνητικός]], -ή, -όν (Α) [[εξάρνησις]]<br />αυτός που του αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, [[αντιρρητικός]] ( | |mltxt=[[ἐξαρνητικός]], -ή, -όν (Α) [[εξάρνησις]]<br />αυτός που του αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, [[αντιρρητικός]] («νῦν μὲν γ' ἰδεῖν εἰ πρῶτον [[ἐξαρνητικός]]», <b>Αριστοφ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαρνητικός:''' -ή, -όν, [[επιδέξιος]] ή [[ικανός]] στην [[άρνηση]], [[αρνητικός]], [[αποφατικός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐξαρνητικός:''' -ή, -όν, [[επιδέξιος]] ή [[ικανός]] στην [[άρνηση]], [[αρνητικός]], [[αποφατικός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐξαρνητικός]], ή, όν <i>adj</i> [from [[ἐξαρνέομαι]]<br />apt at denying, [[negative]], Ar. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[inclined to deny]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξαρνητική, ἐξαρνητικόν, apt at denying, Ar.Nu. 1172.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de pers. capaz de negar, experto en rechazar, cóm. negador εἶ πρῶτον ἐ. κἀντιλογικός de entrada eres un negador (de las deudas ante los acreedores) y un contradictor Ar.Nu.1172, en controversias y refutaciones ἐ. τε καὶ καταφατικός τε ἦν κἀμφοτέρωθεν ἀντιλογικός Numen.27.
German (Pape)
[Seite 872] ή, όν, zum Leugnen geschickt, geneigt, Ar. Nubb. 1172.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à nier.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαρνητικός: склонный отрицать (ἐ. κάντιλογικός Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρνητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξαρνῆται, νῦν μέν γ’ ἰδεῖν εἶ πρῶτον ἐξαρνητικὸς κἀντιλογικὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 1172.
Greek Monolingual
ἐξαρνητικός, -ή, -όν (Α) εξάρνησις
αυτός που του αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῦν μὲν γ' ἰδεῖν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐξαρνητικός: -ή, -όν, επιδέξιος ή ικανός στην άρνηση, αρνητικός, αποφατικός, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἐξαρνητικός, ή, όν adj [from ἐξαρνέομαι
apt at denying, negative, Ar.