μυξῖνος: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myksinos | |Transliteration C=myksinos | ||
|Beta Code=muci=nos | |Beta Code=muci=nos | ||
|Definition=ὁ, [[slime-fish]], a sort of [[κεστρεύς]], Hices. ap. | |Definition=ὁ, [[slime-fish]], a sort of [[κεστρεύς]], Hices. ap. Ath.7.306e. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, slime-fish, a sort of κεστρεύς, Hices. ap. Ath.7.306e.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μύξος.
Greek (Liddell-Scott)
μυξῖνος: ὁ, εἶδος ἰχθύος γλοιώδους, εἶδος κεστρέως, Λατιν. mugil, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306E· ὡσαύτως φέρεται μάξεινος. - Ἴδε Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 87, 88.
Greek Monolingual
μυξῑνος, ὁ (Α)
είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κορακίνος)].