λεπτόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leptogrammos
|Transliteration C=leptogrammos
|Beta Code=lepto/grammos
|Beta Code=lepto/grammos
|Definition=ον, [[written small]] or [[neat]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Symp.</span>17</span>.
|Definition=λεπτόγραμμον, [[written small]] or [[neat]], Id.''Symp.''17.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />écrit en caractères très fins.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[γράμμα]].
|btext=ος, ον :<br />[[écrit en caractères très fins]].<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[γράμμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτόγραμμος:''' [[мелко написанный]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπτόγραμμος:''' -ον ([[γράμμα]]), αυτός που έχει ψιλές γραμμές, [[γραμμένος]] [[καθαρά]] ή με κομψά, όμορφα γράμματα, σε Λουκ.
|lsmtext='''λεπτόγραμμος:''' -ον ([[γράμμα]]), αυτός που έχει ψιλές γραμμές, [[γραμμένος]] [[καθαρά]] ή με κομψά, όμορφα γράμματα, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτόγραμμος:''' [[мелко написанный]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεπτό-γραμμος, ον [[γράμμα]]<br />written [[small]] or [[neat]], Luc.
|mdlsjtxt=λεπτό-γραμμος, ον [[γράμμα]]<br />written [[small]] or [[neat]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόγραμμος Medium diacritics: λεπτόγραμμος Low diacritics: λεπτόγραμμος Capitals: ΛΕΠΤΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: leptógrammos Transliteration B: leptogrammos Transliteration C: leptogrammos Beta Code: lepto/grammos

English (LSJ)

λεπτόγραμμον, written small or neat, Id.Symp.17.

German (Pape)

[Seite 30] feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, βιβλίον Luc. Conviv. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
écrit en caractères très fins.
Étymologie: λεπτός, γράμμα.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόγραμμος: мелко написанный Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόγραμμος: -ον, λεπτῶς γεγραμμένος, Λουκ. Συμπ. 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόγραμμος, -ον)
γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές του προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος
2. χαραγμένος με λεπτές γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ισόγραμμος, μονόγραμμος].

Greek Monotonic

λεπτόγραμμος: -ον (γράμμα), αυτός που έχει ψιλές γραμμές, γραμμένος καθαρά ή με κομψά, όμορφα γράμματα, σε Λουκ.

Middle Liddell

λεπτό-γραμμος, ον γράμμα
written small or neat, Luc.