προσαύλειος: Difference between revisions
From LSJ
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosayleios | |Transliteration C=prosayleios | ||
|Beta Code=prosau/leios | |Beta Code=prosau/leios | ||
|Definition=ον, <span | |Definition=προσαύλειον, [[near a farmyard]], [[rustic]], E.''Rh.''273. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0752.png Seite 752]] in der Nähe des Landgutes, τύχαι, Eur. Rhes. 273, was sich dort begeben. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui concerne une ferme <i>ou</i> [[la vie des champs]], [[rustique]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[αὐλή]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] σε αγρό, [[αγροτικός]] («παῦσαι λέγων μοι τὰς προσαυλείους τύχας» — σταμάτα να μού μιλάς για αυτά που συμβαίνουν στους αγρούς, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὔλειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλή]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσαύλειος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην [[αυλή]] αγροικίας, [[αγροτικός]], [[εξοχικός]], σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσαύλειος:''' [[скотный]], [[пастуший]]: προσαύλειοι τύχαι Eur. пастушьи дела. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=προσ-αύλειος, ον,<br />near a [[farm]]-[[yard]], [[rustic]], Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 25 August 2023
English (LSJ)
προσαύλειον, near a farmyard, rustic, E.Rh.273.
German (Pape)
[Seite 752] in der Nähe des Landgutes, τύχαι, Eur. Rhes. 273, was sich dort begeben.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne une ferme ou la vie des champs, rustique.
Étymologie: πρός, αὐλή.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε αγρό, αγροτικός («παῦσαι λέγων μοι τὰς προσαυλείους τύχας» — σταμάτα να μού μιλάς για αυτά που συμβαίνουν στους αγρούς, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔλειος (< αὐλή)].
Greek Monotonic
προσαύλειος: -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στην αυλή αγροικίας, αγροτικός, εξοχικός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προσαύλειος: скотный, пастуший: προσαύλειοι τύχαι Eur. пастушьи дела.