κοιλιολυτικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koiliolytikos | |Transliteration C=koiliolytikos | ||
|Beta Code=koiliolutiko/s | |Beta Code=koiliolutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κοιλιολυτική, κοιλιολυτικόν, [[laxative]], Gp.10.51 tit. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιλιολῠτικός''': -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν νά λύῃ τὴν κοιλίαν, Γεωπ. 10. 51, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. | |lstext='''κοιλιολῠτικός''': -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν νά λύῃ τὴν κοιλίαν, Γεωπ. 10. 51, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοιλιολυτικός]], -ή, -όν (Μ) [[κοιλιολυτώ]]<br />αυτός που λειτουργεί ως καθαρτικό τών εντέρων, αυτός που προξενεί [[διάρροια]], [[καθαρτικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
κοιλιολυτική, κοιλιολυτικόν, laxative, Gp.10.51 tit.
German (Pape)
[Seite 1466] ή, όν, Durchfall verursachend, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιολῠτικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν νά λύῃ τὴν κοιλίαν, Γεωπ. 10. 51, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.
Greek Monolingual
κοιλιολυτικός, -ή, -όν (Μ) κοιλιολυτώ
αυτός που λειτουργεί ως καθαρτικό τών εντέρων, αυτός που προξενεί διάρροια, καθαρτικός.