ὀλιγάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oligarchis
|Transliteration C=oligarchis
|Beta Code=o)liga/rxhs
|Beta Code=o)liga/rxhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">oligarch</b>, of the <b class="b2">Decemviri</b>, <span class="bibl">D.H.11.43</span>.</span>
|Definition=ὀλιγάρχου, ὁ, [[oligarch]], of the [[decemviri]], D.H.11.43.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ὁ, der Oligarch, Einer der in einem oligarchischen Staate Herrschenden, D. Hal. 11, 43.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0320.png Seite 320]] ὁ, der Oligarch, Einer der in einem oligarchischen Staate Herrschenden, D. Hal. 11, 43.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[oligarque]], membre d'un gouvernement oligarchique.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]], [[ἀρχή]].
}}
{{ls
|lstext='''ὀλῐγάρχης''': -ου, ὁ, ὁ ἐν ὀλιγαρχίᾳ ἄρχων, εἷς τῶν δεκάρχων, Decemviri, Διον. Ἁλ. 11. 43.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγάρχης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κυβερνά σε [[ολιγαρχία]], [[μέλος]] της ρωμαϊκής δεκανδρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] από το [[ὀλιγαρχία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγάρχης:''' -ου, ὁ ([[ἄρχω]]), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, [[άρχοντας]] σε ολιγαρχικό [[πολίτευμα]], [[ολιγαρχικός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀλῐγ-άρχης, ου, ὁ, [[ἄρχω]]<br />an [[oligarch]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγάρχης Medium diacritics: ὀλιγάρχης Low diacritics: ολιγάρχης Capitals: ΟΛΙΓΑΡΧΗΣ
Transliteration A: oligárchēs Transliteration B: oligarchēs Transliteration C: oligarchis Beta Code: o)liga/rxhs

English (LSJ)

ὀλιγάρχου, ὁ, oligarch, of the decemviri, D.H.11.43.

German (Pape)

[Seite 320] ὁ, der Oligarch, Einer der in einem oligarchischen Staate Herrschenden, D. Hal. 11, 43.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
oligarque, membre d'un gouvernement oligarchique.
Étymologie: ὀλίγος, ἀρχή.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἐν ὀλιγαρχίᾳ ἄρχων, εἷς τῶν δεκάρχων, Decemviri, Διον. Ἁλ. 11. 43.

Greek Monolingual

ὀλιγάρχης, ὁ (Α)
αυτός που κυβερνά σε ολιγαρχία, μέλος της ρωμαϊκής δεκανδρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ὀλιγαρχία.

Greek Monotonic

ὀλῐγάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), αυτός που κυβερνά ολιγαρχικά, άρχοντας σε ολιγαρχικό πολίτευμα, ολιγαρχικός.

Middle Liddell

ὀλῐγ-άρχης, ου, ὁ, ἄρχω
an oligarch.