χαλκοπλάστης: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(13) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkoplastis | |Transliteration C=chalkoplastis | ||
|Beta Code=xalkopla/sths | |Beta Code=xalkopla/sths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span | |Definition=χαλκοπλάστου, ὁ, [[bronze-worker]], [[LXX]] ''Wi.''15.9. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1331.png Seite 1331]] ὁ, der Bildner in Erz od. Kupfer, der Kupferschmied, LXX. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χαλκοπλάστης''': -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, [[χαλκεύς]], [[χαλκουργός]], πρβλ. [[χαλκοτύπος]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[χαλκουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλύπτης]] που δουλεύει σε χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[πλάστης]], <i>κηρο</i>-[[πλάστης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 25 August 2023
English (LSJ)
χαλκοπλάστου, ὁ, bronze-worker, LXX Wi.15.9.
German (Pape)
[Seite 1331] ὁ, der Bildner in Erz od. Kupfer, der Kupferschmied, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοπλάστης: -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, χαλκεύς, χαλκουργός, πρβλ. χαλκοτύπος, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
χαλκουργός
νεοελλ.
γλύπτης που δουλεύει σε χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. θεο-πλάστης, κηρο-πλάστης.