συγκληρία: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkliria
|Transliteration C=sygkliria
|Beta Code=sugklhri/a
|Beta Code=sugklhri/a
|Definition=ἡ, in pl., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">connexions</b>, παθημάτων <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.7.1</span>.</span>
|Definition=ἡ, in plural, [[connections]], παθημάτων Hp.''Epid.''6.7.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 19: Line 19:
|mltxt=ἡ, Α [[σύγκληρος]]<br />[[σύναψη]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, [[σχέση]], [[ομοιότητα]] («ὡς γέγραπται [[οὕτως]] αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων [[ἦσαν]]», Ιπποκρ.).
|mltxt=ἡ, Α [[σύγκληρος]]<br />[[σύναψη]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, [[σχέση]], [[ομοιότητα]] («ὡς γέγραπται [[οὕτως]] αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων [[ἦσαν]]», Ιπποκρ.).
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=ἡ, Α [[σύγκληρος]]<br />[[σύναψη]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, [[σχέση]], [[ομοιότητα]] («ὡς γέγραπται [[οὕτως]] αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων [[ἦσαν]]», Ιπποκρ.).
|elnltext=συγκληρία -ας, ἡ [σύγκληρος] [[verbinding]], [[connectie]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκληρία Medium diacritics: συγκληρία Low diacritics: συγκληρία Capitals: ΣΥΓΚΛΗΡΙΑ
Transliteration A: synklēría Transliteration B: synklēria Transliteration C: sygkliria Beta Code: sugklhri/a

English (LSJ)

ἡ, in plural, connections, παθημάτων Hp.Epid.6.7.1.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das Zusammentreffen, die zufällige Verbindung durchs Loos, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

συγκληρία: ἡ, σχέσις, ὁμοιότης, παθημάτων Ἱππ. 1194D˙ ἴδε Foës Oecon.

Greek Monolingual

ἡ, Α σύγκληρος
σύναψη δύο ή περισσότερων πραγμάτων, σχέση, ομοιότητα («ὡς γέγραπται οὕτως αἱ συγκληρίαι τῶν παθημάτων ἦσαν», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκληρία -ας, ἡ [σύγκληρος] verbinding, connectie.