πολυειδήμων: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyeidimon | |Transliteration C=polyeidimon | ||
|Beta Code=polueidh/mwn | |Beta Code=polueidh/mwn | ||
|Definition= | |Definition=πολυειδήμον, gen. ονος, [[knowing much]], S.E.''M.''1.63. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:05, 25 August 2023
English (LSJ)
πολυειδήμον, gen. ονος, knowing much, S.E.M.1.63.
German (Pape)
[Seite 662] ον, viel wissend, Sext. Emp. adv. gramm. 63.
Greek (Liddell-Scott)
πολυειδήμων: -ον, ὁ πολλὰ εἰδώς, γινώσκων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 63. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 258.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής, πολύξερος («πολυειδήμονά τινα καὶ πολυμαθῆ βούλεται εἶναι τὸν γραμματικόν», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + εἰδήμων (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. παντειδήμων].