ἀμφιτειχής: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfiteichis | |Transliteration C=amfiteichis | ||
|Beta Code=a)mfiteixh/s | |Beta Code=a)mfiteixh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀμφιτειχές, [[encompassing the walls]], λεώς A.''Th.''291. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀμφιτειχές, encompassing the walls, λεώς A.Th.291.
Spanish (DGE)
-ές que cerca las murallas λεώς A.Th.291.
German (Pape)
[Seite 144] ές (τεῖχος), die Mauer umzingelnd, λεώς Aesch. Sept. 272.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui entoure les remparts.
Étymologie: ἀμφί, τεῖχος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιτειχής: обступивший (городские) стены, т. е. ведущий осаду (λεώς Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτειχής: -ές, ὁ περιβάλλων τὰ τείχη, λεὼς Αἰσχύλ. Θήβ. 290.
Greek Monolingual
ἀμφιτειχής, -ές (Α)
αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τειχὴς < τεῖχος.
Greek Monotonic
ἀμφιτειχής: -ές (τεῖχος), αυτός που «αγκαλιάζει», περικυκλώνει τα τείχη, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τεῖχος
encompassing the walls, Aesch.