παγκρατευτής: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pagkrateftis | |Transliteration C=pagkrateftis | ||
|Beta Code=pagkrateuth/s | |Beta Code=pagkrateuth/s | ||
|Definition= | |Definition=παγκρατευτοῦ, ὁ, = [[παγκρατιαστής]], Ps.-Callisth.1.18. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παγκρατευτής''': ὁ, = [[παγκρατιαστής]], Ψευδο-Καλλισθ. ἐν Cod. Par. ἀριθμ. 113 παράρτ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παγκρατευτής]], ὁ (Α)<br />ο [[αθλητής]] του παγκρατίου, [[παγκρατιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παγκράτιον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ευτής</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>παγκρατεύω</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
παγκρατευτοῦ, ὁ, = παγκρατιαστής, Ps.-Callisth.1.18.
Greek (Liddell-Scott)
παγκρατευτής: ὁ, = παγκρατιαστής, Ψευδο-Καλλισθ. ἐν Cod. Par. ἀριθμ. 113 παράρτ.
Greek Monolingual
παγκρατευτής, ὁ (Α)
ο αθλητής του παγκρατίου, παγκρατιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγκράτιον + κατάλ. -ευτής, πιθ. μέσω αμάρτυρου παγκρατεύω].