νευστός: Difference between revisions

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nefstos
|Transliteration C=nefstos
|Beta Code=neusto/s
|Beta Code=neusto/s
|Definition=ή, όν, ([[νέω]] A) <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κολυμβάς]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Lex.</span>13</span>.</span>
|Definition=νευστή, νευστόν, ([[νέω]] A) = [[κολυμβάς]], Luc. ''Lex.''13.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui nage ; νευστὴ [[ἐλαία]] LUC olive qui nage (conservée) dans la saumure.<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]².<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κολυμβάς]], [[φθινοπωρίς]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[schwimmend]]</i>, [[ἐλαία]], = [[κολυμβάς]], Luc. <i>Lex</i>. 3.
}}
{{elru
|elrutext='''νευστός:''' [[плавающий]], [[плавучий]]: νευστὴ [[ἐλαία]] Luc. маслина в маринаде.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νευστός''': -ή, -όν, (νέω, [[νεύσομαι]]) = [[κολυμβάς]], Λουκ. Λεξιφάν. 13.
|lstext='''νευστός''': -ή, -όν, (νέω, [[νεύσομαι]]) = [[κολυμβάς]], Λουκ. Λεξιφάν. 13.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui nage ; νευστὴ [[ἐλαία]] LUC olive qui nage (conservée) dans la saumure.<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]².<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κολυμβάς]], [[φθινοπωρίς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν (Α [[νευστός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευστό</i>(<i>ν</i>)<br />όρος της οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν [[επάνω]] στην [[επιφάνεια]] ή [[είναι]] συνδεδεμένοι με την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «νευστὴ [[ἐλαία]]» — η [[ελιά]] που διατηρείται στην [[άλμη]], η [[κολυμπάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νευσ</i>- του <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>].
|mltxt=-ή, -όν (Α [[νευστός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευστό</i>(<i>ν</i>)<br />όρος της οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν [[επάνω]] στην [[επιφάνεια]] ή [[είναι]] συνδεδεμένοι με την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «νευστὴ [[ἐλαία]]» — η [[ελιά]] που διατηρείται στην [[άλμη]], η [[κολυμπάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νευσ</i>- του <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''νευστός:''' плавающий, плавучий: νευστὴ [[ἐλαία]] Luc. маслина в маринаде.
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευστός Medium diacritics: νευστός Low diacritics: νευστός Capitals: ΝΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: neustós Transliteration B: neustos Transliteration C: nefstos Beta Code: neusto/s

English (LSJ)

νευστή, νευστόν, (νέω A) = κολυμβάς, Luc. Lex.13.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui nage ; νευστὴ ἐλαία LUC olive qui nage (conservée) dans la saumure.
Étymologie: νέω².
Syn. κολυμβάς, φθινοπωρίς.

German (Pape)

schwimmend, ἐλαία, = κολυμβάς, Luc. Lex. 3.

Russian (Dvoretsky)

νευστός: плавающий, плавучий: νευστὴ ἐλαία Luc. маслина в маринаде.

Greek (Liddell-Scott)

νευστός: -ή, -όν, (νέω, νεύσομαι) = κολυμβάς, Λουκ. Λεξιφάν. 13.

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α νευστός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν)
όρος της οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια του επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερών
αρχ.
φρ. «νευστὴ ἐλαία» — η ελιά που διατηρείται στην άλμη, η κολυμπάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- του νέω (Ι) «κολυμπώ» + επίθημα -τός].