καταπτυχής: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataptychis | |Transliteration C=kataptychis | ||
|Beta Code=kataptuxh/s | |Beta Code=kataptuxh/s | ||
|Definition= | |Definition=καταπτυχές, [[with ample folds]], ἐμπερόναμα Theoc.15.34. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=καταπτυχής -ές [[[κατα]], [[πτύσσω]]] [[met veel plooien]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
καταπτυχές, with ample folds, ἐμπερόναμα Theoc.15.34.
German (Pape)
[Seite 1373] ές, faltenreich, Theocr. 15, 34.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a des replis nombreux ou profonds.
Étymologie: κατά, πτύσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπτυχής -ές [κατα, πτύσσω] met veel plooien.
Russian (Dvoretsky)
καταπτῠχής: имеющий много складок, весь в складках, складчатый (ἐμπερόναμα Theocr.).
Greek Monolingual
καταπτυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει πολλές πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πτυχής (< πτυχή), πρβλ. ισοπτυχής, περιπτυχής].
Greek Monotonic
καταπτῠχής: -ές (πτύχη), αυτός που έχει πλούσιες πτυχές, πολλές διπλώσεις, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτῠχής: -ές, ἔχων πολλὰς πτυχάς, ἐμπερόναμα Θεόκρ. 15. 34.
Middle Liddell
κατα-πτῠχής, ές [πτύχη]
with ample folds, Theocr.