εὔπτορθος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyptorthos | |Transliteration C=eyptorthos | ||
|Beta Code=eu)/ptorqos | |Beta Code=eu)/ptorqos | ||
|Definition= | |Definition=εὔπτορθον, [[finely branching]], of horns, ''APl.''4.96.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:07, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔπτορθον, finely branching, of horns, APl.4.96.4.
German (Pape)
[Seite 1092] schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles ou nombreuses branches.
Étymologie: εὖ, πτόρθος.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπτορθος: -ον, ἔχων ὡραίους κλάδους, «εὔκλαδος» (Σουΐδ), ἐπὶ κεράτων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 96.
Greek Monolingual
εὔπτορθος, -ον (Α)
(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτόρθος «κλαδί»].
Greek Monotonic
εὔπτορθος: -ον, αυτός που έχει ωραίους κλάδους, λέγεται για κέρατα, σε Ανθ.