ἐχέτης: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=echetis
|Transliteration C=echetis
|Beta Code=e)xe/ths
|Beta Code=e)xe/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[ὁ ἔχων]], [[man of substance]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>304</span>.</span>
|Definition=ἐχέτου, ὁ, = [[ὁ ἔχων]], [[man of substance]], Pi.''Fr.''304.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui possède]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχέτης:''' ου ὁ [[имущий]], [[состоятельный человек]] Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχέτης''': -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, [[πλούσιος]], Πινδ. Ἀποσπ. 273.
|lstext='''ἐχέτης''': -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, [[πλούσιος]], Πινδ. Ἀποσπ. 273.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui possède.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει, [[άνθρωπος]] με [[πολλά]] [[αγαθά]], [[πλούσιος]] [[κτηματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εχ</i>-του <i>έχω</i> (I) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] ([[πρβλ]]. <i>ευν</i>-[[έτης]], <i>οφειλ</i>-[[έτης]])].
|mltxt=[[ἐχέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει, [[άνθρωπος]] με [[πολλά]] [[αγαθά]], [[πλούσιος]] [[κτηματίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>εχ</i>-του <i>έχω</i> (I) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] ([[πρβλ]]. [[ευνέτης]], [[οφειλέτης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχέτης:''' -ου, ὁ, = <i>ὁ ἔχων</i>, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, [[πλούσιος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἐχέτης:''' -ου, ὁ, = <i>ὁ ἔχων</i>, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, [[πλούσιος]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐχέτης:''' ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐχέτης]], ου,<br />= ὁ ἔχων, a man of [[substance]], Pind.
|mdlsjtxt=[[ἐχέτης]], ου,<br />= ὁ ἔχων, a man of [[substance]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέτης Medium diacritics: ἐχέτης Low diacritics: εχέτης Capitals: ΕΧΕΤΗΣ
Transliteration A: echétēs Transliteration B: echetēs Transliteration C: echetis Beta Code: e)xe/ths

English (LSJ)

ἐχέτου, ὁ, = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέτης: ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.

Greek Monolingual

ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευνέτης, οφειλέτης)].

Greek Monotonic

ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, πλούσιος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ἐχέτης, ου,
= ὁ ἔχων, a man of substance, Pind.