ἰσχνόπους: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ischnopous
|Transliteration C=ischnopous
|Beta Code=i)sxno/pous
|Beta Code=i)sxno/pous
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[ταναύποδα]], Sch.<span class="bibl">Od.9.464</span>.</span>
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, ''Glossaria'' on [[ταναύποδα]], Sch.Od.9.464.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχνόπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχνοὺς πόδας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 464, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Ὁμηρ. λέξ. [[ταναύπους]].
|lstext='''ἰσχνόπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχνοὺς πόδας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 464, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Ὁμηρ. λέξ. [[ταναύπους]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχνόπους]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει λεπτές κνήμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνόπους Medium diacritics: ἰσχνόπους Low diacritics: ισχνόπους Capitals: ΙΣΧΝΟΠΟΥΣ
Transliteration A: ischnópous Transliteration B: ischnopous Transliteration C: ischnopous Beta Code: i)sxno/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, Glossaria on ταναύποδα, Sch.Od.9.464.

German (Pape)

[Seite 1272] οδος, mit dünnen, schlanken Beinen, Schol. Od. 9, 464.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνόπους: ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχνοὺς πόδας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 464, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Ὁμηρ. λέξ. ταναύπους.

Greek Monolingual

ἰσχνόπους, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει λεπτές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + πούς.