ῥόχθος: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rochthos | |Transliteration C=rochthos | ||
|Beta Code=r(o/xqos | |Beta Code=r(o/xqos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[roaring]], of the sea, Lyc.402,696,742, Nic.''Al.''390. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0849.png Seite 849]] ὁ, das [[Rauschen]], [[Brausen]], bes. von sturmbewegten Meereswogen, ὑπὸ ῥόχθοισι θαλάσσης, Nic. Al. 390; Lycophr. 402 u. öfter. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[bruit des vagues qui se brisent]].<br />'''Étymologie:''' DELG terme expressif désignant des bruits, sans étym. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥόχθος''': ὁ, ὁ [[πάταγος]] καὶ ἡ βοὴ τῶν κυμάτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 390, Λυκόφρ. 402, 696, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ῥόχθος]], ΝΜΑ<br />[[θορυβώδης]] [[ήχος]], [[κυρίως]] η βοή τών κυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παράγωγο του <i>ῥοχθῶ</i> (για το [[επίθημα]] του τ. <b>πρβλ.</b> [[βρόχθος]], [[μόχθος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥόχθος:''' ὁ, [[παφλασμός]], [[μουγκρητό]], [[πάταγος]] των κυμάτων της θάλασσας. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, roaring, of the sea, Lyc.402,696,742, Nic.Al.390.
German (Pape)
[Seite 849] ὁ, das Rauschen, Brausen, bes. von sturmbewegten Meereswogen, ὑπὸ ῥόχθοισι θαλάσσης, Nic. Al. 390; Lycophr. 402 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruit des vagues qui se brisent.
Étymologie: DELG terme expressif désignant des bruits, sans étym.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόχθος: ὁ, ὁ πάταγος καὶ ἡ βοὴ τῶν κυμάτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 390, Λυκόφρ. 402, 696, κτλ.
Greek Monolingual
ο / ῥόχθος, ΝΜΑ
θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο του ῥοχθῶ (για το επίθημα του τ. πρβλ. βρόχθος, μόχθος)].
Greek Monotonic
ῥόχθος: ὁ, παφλασμός, μουγκρητό, πάταγος των κυμάτων της θάλασσας.