μελαγκρήπις: Difference between revisions

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melagkripis
|Transliteration C=melagkripis
|Beta Code=melagkrh/pis
|Beta Code=melagkrh/pis
|Definition=ῑδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with black shoes]], <span class="bibl">Eust.174.9</span>,<span class="bibl">1437.53</span>.</span>
|Definition=ῑδος, ὁ, ἡ, [[with black shoes]], Eust.174.9,1437.53.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαγκρήπις]], -ιδος, ὁ, ἡ (ΑM)<br />αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, [[δηλαδή]] που [[φορά]] μαύρα υποδήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρηπίς]] «[[υπόδημα]]» ([[πρβλ]]. <i>μονο</i>-<i>κρήπις</i>)].
|mltxt=[[μελαγκρήπις]], -ιδος, ὁ, ἡ (ΑM)<br />αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, [[δηλαδή]] που [[φορά]] μαύρα υποδήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρηπίς]] «[[υπόδημα]]» ([[πρβλ]]. [[μονοκρήπις]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγκρήπῑς Medium diacritics: μελαγκρήπις Low diacritics: μελαγκρήπις Capitals: ΜΕΛΑΓΚΡΗΠΙΣ
Transliteration A: melankrḗpis Transliteration B: melankrēpis Transliteration C: melagkripis Beta Code: melagkrh/pis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, with black shoes, Eust.174.9,1437.53.

German (Pape)

[Seite 117] ιδος, mit schwarzer Grundlage, schwarzen Schuhen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγκρήπῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλαιναν βάσιν, δηλ. μέλανα ὑποδήματα, Παύλ. Σιλ. περὶ τῆς ἁγ. Σοφ. 261, πρβλ. Εὐστ. 174. 9., 1347. 53.

Greek Monolingual

μελαγκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (ΑM)
αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, δηλαδή που φορά μαύρα υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κρηπίς «υπόδημα» (πρβλ. μονοκρήπις)].