φιλοπεύστης: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filopeystis
|Transliteration C=filopeystis
|Beta Code=filopeu/sths
|Beta Code=filopeu/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[φιλοπευθής]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>160</span>.</span>
|Definition=φιλοπεύστου, ὁ, = [[φιλοπευθής]], Ptol.''Tetr.''160.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1283.png Seite 1283]] ὁ, = [[φιλοπευθής]], Ptolem.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1283.png Seite 1283]] ὁ, = [[φιλοπευθής]], Ptolem.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[φιλοπευθής]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πυνθάνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοπεύστης''': -ου, ὁ, = [[φιλοπευθής]], Πτολεμ. Τετράβ. 160.
|lstext='''φῐλοπεύστης''': -ου, ὁ, = [[φιλοπευθής]], Πτολεμ. Τετράβ. 160.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[φιλοπευθής]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πυνθάνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοπεύστης:''' -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, [[περίεργος]].
|lsmtext='''φῐλοπεύστης:''' -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, [[περίεργος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλο-[[πεύστης]], ου, ὁ,<br />[[fond]] of enquiring, [[curious]].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπεύστης Medium diacritics: φιλοπεύστης Low diacritics: φιλοπεύστης Capitals: ΦΙΛΟΠΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: philopeústēs Transliteration B: philopeustēs Transliteration C: filopeystis Beta Code: filopeu/sths

English (LSJ)

φιλοπεύστου, ὁ, = φιλοπευθής, Ptol.Tetr.160.

German (Pape)

[Seite 1283] ὁ, = φιλοπευθής, Ptolem.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. φιλοπευθής.
Étymologie: φίλος, πυνθάνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, = φιλοπευθής, Πτολεμ. Τετράβ. 160.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φιλοπευθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πεύστης (< πεύθω «πληροφορούμαι»)].

Greek Monotonic

φῐλοπεύστης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπά να κάνει ερωτήσεις, περίεργος.

Middle Liddell

φῐλο-πεύστης, ου, ὁ,
fond of enquiring, curious.