πυράζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrazo
|Transliteration C=pyrazo
|Beta Code=pura/zw
|Beta Code=pura/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">singe</b>, coined as etym. of <b class="b3">πυρακτέω</b>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>697.16</span>.</span>
|Definition=[[singe]], coined as etym. of [[πυρακτέω]], ''EM''697.16.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0819.png Seite 819]] verbrennen, zw.
}}
{{ls
|lstext='''πῠράζω''': πυρακτῶ, [[λέξις]] ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 697.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) [[θερμαίνω]] [[κάτι]] ώσπου να γίνει διάπυρο, [[πυρακτώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πυράζω]] παράγεται από τη λ. <i>πῦρ</i> και έχει πλαστεί για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση του ρ. <i>πυρακτῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠράζω Medium diacritics: πυράζω Low diacritics: πυράζω Capitals: ΠΥΡΑΖΩ
Transliteration A: pyrázō Transliteration B: pyrazō Transliteration C: pyrazo Beta Code: pura/zw

English (LSJ)

singe, coined as etym. of πυρακτέω, EM697.16.

German (Pape)

[Seite 819] verbrennen, zw.

Greek (Liddell-Scott)

πῠράζω: πυρακτῶ, λέξις ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 697.

Greek Monolingual

Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο, πυρακτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πυράζω παράγεται από τη λ. πῦρ και έχει πλαστεί για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση του ρ. πυρακτῶ].