ταραξίπολις: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=taraksipolis
|Transliteration C=taraksipolis
|Beta Code=taraci/polis
|Beta Code=taraci/polis
|Definition=ιδος, ὁ, ἡ, [[troubling the city]], <span class="bibl">Ph.2.520</span> (pl.).
|Definition=ιδος, ὁ, ἡ, [[troubling the city]], Ph.2.520 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br />[[άτομο]] που προξενεί ταραχές σε μια [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταραξ</i>- του [[ταράσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάραξις]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀνησί</i>-<i>πολις</i>)].
|mltxt=-όλιδος, ὁ, ἡ, Α<br />[[άτομο]] που προξενεί ταραχές σε μια [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ταραξ</i>- του [[ταράσσω]] (<b>πρβλ.</b> [[τάραξις]]), σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]] ([[πρβλ]]. [[ὀνησίπολις]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰραξῐπολις Medium diacritics: ταραξίπολις Low diacritics: ταραξίπολις Capitals: ΤΑΡΑΞΙΠΟΛΙΣ
Transliteration A: taraxípolis Transliteration B: taraxipolis Transliteration C: taraksipolis Beta Code: taraci/polis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ, troubling the city, Ph.2.520 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1070] εως u. ιδος, ὁ, ἡ, die Stadt, den Staat verwirrend, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰραξίπολις: [ῐ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ταράττων τὴν πόλιν, κακῶν εὑρεταί, ταραξιπόλιδες Φίλων 2. 520.

Greek Monolingual

-όλιδος, ὁ, ἡ, Α
άτομο που προξενεί ταραχές σε μια πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ- του ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + πόλις (πρβλ. ὀνησίπολις)].