ὠκυδήκτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=okydiktor | |Transliteration C=okydiktor | ||
|Beta Code=w)kudh/ktwr | |Beta Code=w)kudh/ktwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, [[sharp-biting]], ῥίνη | |Definition=-ορος, ὁ, [[sharp-biting]], ῥίνη ''AP''6.92 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:15, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ, sharp-biting, ῥίνη AP6.92 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
aux morsures aiguë (lime).
Étymologie: ὠκύς, δάκνω.
German (Pape)
ορος, heftig, scharf beißend, nagend, ῥίνη Philp. 16 (VI.92).
Russian (Dvoretsky)
ὠκῠδήκτωρ: ορος adj. наносящий острые укусы, т. е. с острыми насечками, острый (ῥίνη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ ὀξέως δάκνων, ῥίνη Ἀνθ. Παλατ. 6.92.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που δαγκώνει με οξύτητα ή με δύναμη («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -δήκτωρ (< δάκνω «δαγκώνω»)].
Greek Monotonic
ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με οξύτητα, σε Ανθ.