πλάτιγξ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=platigks
|Transliteration C=platigks
|Beta Code=pla/tigc
|Beta Code=pla/tigc
|Definition=ἡ, = [[πλάτη]] <span class="bibl">1.1</span>, Hsch.
|Definition=ἡ, = [[πλάτη]] 1.1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάτιγξ Medium diacritics: πλάτιγξ Low diacritics: πλάτιγξ Capitals: ΠΛΑΤΙΓΞ
Transliteration A: plátinx Transliteration B: platinx Transliteration C: platigks Beta Code: pla/tigc

English (LSJ)

ἡ, = πλάτη 1.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, = πλάτη, Lob. Phryn. p. 72; auch πλάτυγξ geschr., Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πλάτιγξ: ἡ, = πλάτη, «πλάτιγξ· τῆς κώπης τὸ ἄκρον ᾧ πλήσσεται τὸ ὕδωρ» Ἡσύχ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 72.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) το πλατύ και επίπεδο μέρος του κουπιού, η πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. πλατύς με εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. στήρ-ιγξ, στρόφ-ιγξ)].