τρίσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tristathmos
|Transliteration C=tristathmos
|Beta Code=tri/staqmos
|Beta Code=tri/staqmos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrice the weight</b>, <span class="bibl">Agatharch. 96</span>.</span>
|Definition=τρίσταθμον, [[thrice the weight]], Agatharch. 96.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίσταθμος''': -ον, τριπλοῦς, [[τριπλάσιος]] τὸ βάρος, τὸν χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν τρίσταθμον ἀλλάττονται Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 458.
|lstext='''τρίσταθμος''': -ον, τριπλοῦς, [[τριπλάσιος]] τὸ βάρος, τὸν χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν τρίσταθμον ἀλλάττονται Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 458.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[τριπλάσιος]] σε [[βάρος]] από άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σταθμός]] ή [[στάθμη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>σταθμος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσταθμος Medium diacritics: τρίσταθμος Low diacritics: τρίσταθμος Capitals: ΤΡΙΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: trístathmos Transliteration B: tristathmos Transliteration C: tristathmos Beta Code: tri/staqmos

English (LSJ)

τρίσταθμον, thrice the weight, Agatharch. 96.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσταθμος: -ον, τριπλοῦς, τριπλάσιος τὸ βάρος, τὸν χαλκὸν πρὸς τὸν χρυσὸν τρίσταθμον ἀλλάττονται Ἀγαθαρχ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 458.

Greek Monolingual

-ον, Α
τριπλάσιος σε βάρος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σταθμος (< σταθμός ή στάθμη), πρβλ. βαρύ-σταθμος].