σωματοφυής: Difference between revisions
From LSJ
τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somatofyis | |Transliteration C=somatofyis | ||
|Beta Code=swmatofuh/s | |Beta Code=swmatofuh/s | ||
|Definition= | |Definition=σωματοφυές, [[corporeal]], Gal.''Phil.Hist.'' 13. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει σωματική [[φύση]], υλική [[υπόσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματοφυῶς</i> Α<br />σύμφωνα με τη [[φύση]] του σώματος («[[οὔτε]] τρεῖς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ' ἑαυτάς, [[ὥσπερ]] σωματοφυῶς ἐπ' ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει σωματική [[φύση]], υλική [[υπόσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματοφυῶς</i> Α<br />σύμφωνα με τη [[φύση]] του σώματος («[[οὔτε]] τρεῖς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ' ἑαυτάς, [[ὥσπερ]] σωματοφυῶς ἐπ' ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. [[κερατοφνής]], [[τριχοφυής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
σωματοφυές, corporeal, Gal.Phil.Hist. 13.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφυής: -ές, ὁ σωματικὸς τὴν φύσιν, ὑλικός, Γαλην. τ. 19, σ. 238, 7.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση.
επίρρ...
σωματοφυῶς Α
σύμφωνα με τη φύση του σώματος («οὔτε τρεῖς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ' ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ' ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατοφνής, τριχοφυής].