παραίσθησις: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraisthisis | |Transliteration C=paraisthisis | ||
|Beta Code=parai/sqhsis | |Beta Code=parai/sqhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[misperception]], Phld.''Piet.''116. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραίσθησις''': ἡ, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Ἑρμ. σ. 113. - Σημαίνει [[ἐκεῖ]] μικράν, [[μόλις]] δήλην αἴσθησιν· ἀλλ’ οὐδὲν κωλύει νὰ μεταχειρίζηταί τις τὴν λέξ. καὶ ἀντὶ οὐκ ἀληθοῦς αἰσθήσεως. | |lstext='''παραίσθησις''': ἡ, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Ἑρμ. σ. 113. - Σημαίνει [[ἐκεῖ]] μικράν, [[μόλις]] δήλην αἴσθησιν· ἀλλ’ οὐδὲν κωλύει νὰ μεταχειρίζηταί τις τὴν λέξ. καὶ ἀντὶ οὐκ ἀληθοῦς αἰσθήσεως. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, misperception, Phld.Piet.116.
Greek (Liddell-Scott)
παραίσθησις: ἡ, Σωρ. Ἐφ. ἔκδ. Ἑρμ. σ. 113. - Σημαίνει ἐκεῖ μικράν, μόλις δήλην αἴσθησιν· ἀλλ’ οὐδὲν κωλύει νὰ μεταχειρίζηταί τις τὴν λέξ. καὶ ἀντὶ οὐκ ἀληθοῦς αἰσθήσεως.