δυσικός: Difference between revisions
From LSJ
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(big3_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysikos | |Transliteration C=dysikos | ||
|Beta Code=dusiko/s | |Beta Code=dusiko/s | ||
|Definition= | |Definition=δυσική, δυσικόν, = [[δυτικός]], ''PLond.''1.98.51. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[occidental]], [[de poniente]] πύλαι Hierocl.<i>Facet</i>.110, [[ἄνεμος]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol</i> Ps.Callisth.3.35Γ<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. punto celeste [[descendente]], <i>PLond</i>.98.51 (I/II d.C.). | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[occidental]], [[de poniente]] πύλαι Hierocl.<i>Facet</i>.110, [[ἄνεμος]] Sch.Opp.<i>H</i>.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol</i> Ps.Callisth.3.35Γ<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. punto celeste [[descendente]], <i>PLond</i>.98.51 (I/II d.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυσικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> [[δυτικός]], [[προς]] τη [[δύση]]<br /><b>2.</b> αυτός που προέρχεται από τη [[δύση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εκείνος]] που ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική, στην Καθολική Εκκλησία. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσική, δυσικόν, = δυτικός, PLond.1.98.51.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
occidental, de poniente πύλαι Hierocl.Facet.110, ἄνεμος Sch.Opp.H.1.793, δυσικοῦ ὄντος ἡλίου en la puesta de sol Ps.Callisth.3.35Γ
•subst. τὸ δ. punto celeste descendente, PLond.98.51 (I/II d.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δυσικός, -ή, -όν)
1. δυτικός, προς τη δύση
2. αυτός που προέρχεται από τη δύση
μσν.
εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στη Δυτική, στην Καθολική Εκκλησία.