μελιτερπής: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meliterpis
|Transliteration C=meliterpis
|Beta Code=meliterph/s
|Beta Code=meliterph/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[honey-sweet]], μολπή <span class="bibl">Simon.184.9</span>.</span>
|Definition=μελιτερπές, [[honey-sweet]], μολπή Simon.184.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] ές, honigsüß ergötzend, [[μολπή]], Simonds. 49 (VII, 25).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] ές, honigsüß ergötzend, [[μολπή]], Simonds. 49 (VII, 25).
}}
{{elru
|elrutext='''μελῐτερπής:''' [[отрадный как мед]], [[усладительный]] ([[μολπή]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελιτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το [[μέλι]] ή αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («μολπῆς μελιτερπέος», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]]), <i>θεο</i>-<i>τερπής</i>, <i>θυμο</i>-<i>τερπής</i>].
|mltxt=[[μελιτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το [[μέλι]] ή αυτός που [[είναι]] [[γλυκός]] σαν το [[μέλι]] («μολπῆς μελιτερπέος», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]]), <i>θεο</i>-<i>τερπής</i>, <i>θυμο</i>-<i>τερπής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μελῐτερπής:''' отрадный как мед, усладительный ([[μολπή]] Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτερπής Medium diacritics: μελιτερπής Low diacritics: μελιτερπής Capitals: ΜΕΛΙΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: meliterpḗs Transliteration B: meliterpēs Transliteration C: meliterpis Beta Code: meliterph/s

English (LSJ)

μελιτερπές, honey-sweet, μολπή Simon.184.9.

German (Pape)

[Seite 124] ές, honigsüß ergötzend, μολπή, Simonds. 49 (VII, 25).

Russian (Dvoretsky)

μελῐτερπής: отрадный как мед, усладительный (μολπή Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μελῐτερπής: -ές, γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, μολπὴ Σιμων. 116. 9.

Greek Monolingual

μελιτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει ή ευχαριστεί όπως το μέλι ή αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («μολπῆς μελιτερπέος», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -τερπής (< τέρπω), θεο-τερπής, θυμο-τερπής].