κρούνωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kroynoma
|Transliteration C=kroynoma
|Beta Code=krou/nwma
|Beta Code=krou/nwma
|Definition=ατος, τό, = [[κρουνός]] <span class="bibl">2</span>, κ. βρότειον <span class="bibl">Emp.6.3</span>.
|Definition=-ατος, τό, = [[κρουνός]] 2, κ. βρότειον Emp.6.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρούνωμα -τος, τό [κρουνός] bron; overdr.: κρούνωμα βρότειον bron van het sterfelijke leven Emped. B 6.3.
|elnltext=κρούνωμα -τος, τό [κρουνός] bron; overdr.: κρούνωμα βρότειον bron van het sterfelijke leven Emped. B 6.3.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούνωμα Medium diacritics: κρούνωμα Low diacritics: κρούνωμα Capitals: ΚΡΟΥΝΩΜΑ
Transliteration A: kroúnōma Transliteration B: krounōma Transliteration C: kroynoma Beta Code: krou/nwma

English (LSJ)

-ατος, τό, = κρουνός 2, κ. βρότειον Emp.6.3.

German (Pape)

[Seite 1514] τό, das Hervorgesprudelte, = κρουνός, δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον, die Augen als die Quellen der Thränen, Empedocl. 28.

Russian (Dvoretsky)

κρούνωμα: ατος τό источник: δακρύων κ. Emped. = ὀφθαλμός.

Greek (Liddell-Scott)

κρούνωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κρουνόω, = κρουνός, Ἐμπεδ. 161.

Greek Monolingual

κρούνωμα, τὸ (Α)
μεγάλη ποσότητα αφθονία («νῆστίς θ' ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επίθημα -ωμα (πρβλ. αέτωμα, κεφάλωμα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρούνωμα -τος, τό [κρουνός] bron; overdr.: κρούνωμα βρότειον bron van het sterfelijke leven Emped. B 6.3.