Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀριθμητής: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arithmitis
|Transliteration C=arithmitis
|Beta Code=a)riqmhth/s
|Beta Code=a)riqmhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">calculator</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Just.</span>373b</span>.</span>
|Definition=ἀριθμητοῦ, ὁ, [[calculator]], Pl.''Just.''373b.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[calculador]], [[contador]] Pl.<i>Iust</i>.373b, op. [[γεωμέτρης]] Hippol.<i>Haer</i>.6.28.1, encargado de redactar contratos, Ath.Scholast.<i>Coll</i>.14.3.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0351.png Seite 351]] ὁ, der Rechner, Plat. de iust. 373 d.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριθμητής:''' οῦ ὁ [[подсчитыватель]], [[счетчик]] Plat.
}}
{{ls
|lstext='''ἀριθμητής''': -οῦ, ὁ, [[λογιστής]], Τζέτζης εἰς Λυκόφρ. 980.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀριθμητής]]) [[αριθμώ]]<br />αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>Μαθ.</b> ο όρος του κλάσματος ο [[οποίος]] φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο [[κλασματικός]] [[αριθμός]]<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]] που χρησιμεύει στην αυτόματη [[μέτρηση]] ή [[αποτύπωση]] αριθμών με αύξουσα [[σειρά]].
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριθμητής Medium diacritics: ἀριθμητής Low diacritics: αριθμητής Capitals: ΑΡΙΘΜΗΤΗΣ
Transliteration A: arithmētḗs Transliteration B: arithmētēs Transliteration C: arithmitis Beta Code: a)riqmhth/s

English (LSJ)

ἀριθμητοῦ, ὁ, calculator, Pl.Just.373b.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
calculador, contador Pl.Iust.373b, op. γεωμέτρης Hippol.Haer.6.28.1, encargado de redactar contratos, Ath.Scholast.Coll.14.3.

German (Pape)

[Seite 351] ὁ, der Rechner, Plat. de iust. 373 d.

Russian (Dvoretsky)

ἀριθμητής: οῦ ὁ подсчитыватель, счетчик Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριθμητής: -οῦ, ὁ, λογιστής, Τζέτζης εἰς Λυκόφρ. 980.

Greek Monolingual

ο (Α ἀριθμητής) αριθμώ
αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί κάτι
νεοελλ.
1. Μαθ. ο όρος του κλάσματος ο οποίος φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο κλασματικός αριθμός
2. μηχάνημα που χρησιμεύει στην αυτόματη μέτρηση ή αποτύπωση αριθμών με αύξουσα σειρά.