βιβλιογραφία: Difference between revisions
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vivliografia | |Transliteration C=vivliografia | ||
|Beta Code=bibliografi/a | |Beta Code=bibliografi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ, [[writing of books]], Dsc.1.85, D.L.7.36. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ [[escritura de libros]] Dsc.1.85, D.L.7.36. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0444.png Seite 444]] ἡ, das Bücherschreiben, D. I. 7, 36. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[βιβλιογραφία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[αναγραφή]], ο [[καταρτισμός]] πίνακα βιβλίων ή πραγματειών με το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο, τον [[τόπο]] και τον χρόνο της έκδοσης<br /><b>2.</b> [[κατάλογος]] βιβλίων<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] των βιβλίων και πραγματειών που αναφέρονται σε κάποιο [[θέμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[γραφή]] ή [[αντιγραφή]] βιβλίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βιβλιογράφος]]. Η λ. εισήχθη και στην [[ξένη]] [[ορολογία]]<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>bibliography</i>, γαλλ. <i>bibliographie</i>, γερμ. <i>Bibliographie</i>]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιβλιογρᾰφία:''' ἡ [[писание или переписка книг]] Diog. L. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, writing of books, Dsc.1.85, D.L.7.36.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ escritura de libros Dsc.1.85, D.L.7.36.
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, das Bücherschreiben, D. I. 7, 36.
Greek Monolingual
η (AM βιβλιογραφία)
νεοελλ.
1. η αναγραφή, ο καταρτισμός πίνακα βιβλίων ή πραγματειών με το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο, τον τόπο και τον χρόνο της έκδοσης
2. κατάλογος βιβλίων
3. το σύνολο των βιβλίων και πραγματειών που αναφέρονται σε κάποιο θέμα
αρχ.-μσν.
γραφή ή αντιγραφή βιβλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιογράφος. Η λ. εισήχθη και στην ξένη ορολογία
πρβλ. αγγλ. bibliography, γαλλ. bibliographie, γερμ. Bibliographie].
Russian (Dvoretsky)
βιβλιογρᾰφία: ἡ писание или переписка книг Diog. L.