περίστοιχος: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristoichos
|Transliteration C=peristoichos
|Beta Code=peri/stoixos
|Beta Code=peri/stoixos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[set round in rows]], <span class="bibl">D.53.15</span>.</span>
|Definition=περίστοιχον, [[set round in rows]], D.53.15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0594.png Seite 594]] rings in Reihen stehend, ἰλάαι, Dem. 53, 15, vgl. Harpocr.; woraus Einige eine bes. Olivenart machen wollten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0594.png Seite 594]] rings in Reihen stehend, ἰλάαι, Dem. 53, 15, vgl. Harpocr.; woraus Einige eine bes. Olivenart machen wollten.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rangé <i>ou</i> aligné tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[στοιχίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περίστοιχος:''' (только pl.) расставленный кольцеобразно (ἐλάαι Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίστοιχος''': -ον, ὁ τεθειμένος κατὰ σειρὰν ἐν κύκλῳ, φυτευτήρια ἐλαῶν περιστοίχων Δημ. 1251. 23· πρβλ. [[στοιχάς]].
|lstext='''περίστοιχος''': -ον, ὁ τεθειμένος κατὰ σειρὰν ἐν κύκλῳ, φυτευτήρια ἐλαῶν περιστοίχων Δημ. 1251. 23· πρβλ. [[στοιχάς]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />rangé <i>ou</i> aligné tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[στοιχίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] τοποθετημένος κυκλικά και [[κατά]] [[σειρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[γραμμή]]» (<b>πρβλ.</b> [[αντί]]-<i>στοιχος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] τοποθετημένος κυκλικά και [[κατά]] [[σειρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στοῖχος]] «[[σειρά]], [[γραμμή]]» ([[πρβλ]]. [[αντίστοιχος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίστοιχος:''' -ον, αυτός που τοποθετείται κυκλικά σε σειρές, σε Δημ.
|lsmtext='''περίστοιχος:''' -ον, αυτός που τοποθετείται κυκλικά σε σειρές, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίστοιχος:''' (только pl.) расставленный кольцеобразно (ἐλάαι Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-στοιχος, ον,<br />set [[round]] in rows, Dem.
|mdlsjtxt=[[περί]]-στοιχος, ον,<br />set [[round]] in rows, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστοιχος Medium diacritics: περίστοιχος Low diacritics: περίστοιχος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: perístoichos Transliteration B: peristoichos Transliteration C: peristoichos Beta Code: peri/stoixos

English (LSJ)

περίστοιχον, set round in rows, D.53.15.

German (Pape)

[Seite 594] rings in Reihen stehend, ἰλάαι, Dem. 53, 15, vgl. Harpocr.; woraus Einige eine bes. Olivenart machen wollten.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rangé ou aligné tout autour.
Étymologie: περί, στοιχίζω.

Russian (Dvoretsky)

περίστοιχος: (только pl.) расставленный кольцеобразно (ἐλάαι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

περίστοιχος: -ον, ὁ τεθειμένος κατὰ σειρὰν ἐν κύκλῳ, φυτευτήρια ἐλαῶν περιστοίχων Δημ. 1251. 23· πρβλ. στοιχάς.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι τοποθετημένος κυκλικά και κατά σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. αντίστοιχος)].

Greek Monotonic

περίστοιχος: -ον, αυτός που τοποθετείται κυκλικά σε σειρές, σε Δημ.

Middle Liddell

περί-στοιχος, ον,
set round in rows, Dem.