περίστοιχος: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peristoichos
|Transliteration C=peristoichos
|Beta Code=peri/stoixos
|Beta Code=peri/stoixos
|Definition=ον, [[set round in rows]], <span class="bibl">D.53.15</span>.
|Definition=περίστοιχον, [[set round in rows]], D.53.15.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστοιχος Medium diacritics: περίστοιχος Low diacritics: περίστοιχος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: perístoichos Transliteration B: peristoichos Transliteration C: peristoichos Beta Code: peri/stoixos

English (LSJ)

περίστοιχον, set round in rows, D.53.15.

German (Pape)

[Seite 594] rings in Reihen stehend, ἰλάαι, Dem. 53, 15, vgl. Harpocr.; woraus Einige eine bes. Olivenart machen wollten.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
rangé ou aligné tout autour.
Étymologie: περί, στοιχίζω.

Russian (Dvoretsky)

περίστοιχος: (только pl.) расставленный кольцеобразно (ἐλάαι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

περίστοιχος: -ον, ὁ τεθειμένος κατὰ σειρὰν ἐν κύκλῳ, φυτευτήρια ἐλαῶν περιστοίχων Δημ. 1251. 23· πρβλ. στοιχάς.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι τοποθετημένος κυκλικά και κατά σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. αντίστοιχος)].

Greek Monotonic

περίστοιχος: -ον, αυτός που τοποθετείται κυκλικά σε σειρές, σε Δημ.

Middle Liddell

περί-στοιχος, ον,
set round in rows, Dem.