νεκυηδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nekyidon
|Transliteration C=nekyidon
|Beta Code=nekuhdo/n
|Beta Code=nekuhdo/n
|Definition=Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">corpse-like</b>, <span class="bibl">Euph.88</span>, Sch. D.T.<span class="bibl">p.276H.</span></span>
|Definition=Adv. [[corpse-like]], Euph.88, Sch. D.T.p.276H.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκυηδόν''': Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν [[σῶμα]], ὡς [[λείψανον]], Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941).
|lstext='''νεκυηδόν''': Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν [[σῶμα]], ὡς [[λείψανον]], Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941).
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκυηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> σαν νεκρό [[σώμα]], σαν [[λείψανο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]] «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> επιρρηματική κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>πρβλ.</b> [[κυκληδόν]], [[λυκηδόν]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκῠηδόν Medium diacritics: νεκυηδόν Low diacritics: νεκυηδόν Capitals: ΝΕΚΥΗΔΟΝ
Transliteration A: nekyēdón Transliteration B: nekyēdon Transliteration C: nekyidon Beta Code: nekuhdo/n

English (LSJ)

Adv. corpse-like, Euph.88, Sch. D.T.p.276H.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυηδόν: Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν σῶμα, ὡς λείψανον, Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941).

Greek Monolingual

νεκυηδόν (Α)
επίρρ. σαν νεκρό σώμα, σαν λείψανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + επιρρηματική κατάλ. -ηδόν (πρβλ. κυκληδόν, λυκηδόν)].