μυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myroforos
|Transliteration C=myroforos
|Beta Code=murofo/ros
|Beta Code=murofo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing unguents</b>, <span class="bibl">Poll.10.119</span>.</span>
|Definition=μυροφόρον, [[bearing unguents]], Poll.10.119.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠροφόρος''': -ον, ὁ φέρων μύρα, [[Πολυδ]]. Ι΄, 119, Ἐκκλ.
|lstext='''μῠροφόρος''': -ον, ὁ φέρων μύρα, Πολυδ. Ι΄, 119, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (ΑΜ [[μυροφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει [[μύρο]] ή που παράγει ή εμπεριέχει [[μύρο]], [[ευώδης]], [[μυροβόλος]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ Μυροφόροι</i> και <i>οι Μυροφόρες</i><br /><b>εκκλ.</b> οι ευλαβείς γυναίκες της Γαλιλαίας, μαθήτριες του Χριστού, οι οποίες [[μετά]] την [[ταφή]] του πήγαν να αλείψουν το [[σώμα]] του με μύρα και άκουσαν πρώτες από τον άγγελο το [[μήνυμα]] της Ανάστασης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η μυροφόρα</i><br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροφόρος Medium diacritics: μυροφόρος Low diacritics: μυροφόρος Capitals: ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: myrophóros Transliteration B: myrophoros Transliteration C: myroforos Beta Code: murofo/ros

English (LSJ)

μυροφόρον, bearing unguents, Poll.10.119.

German (Pape)

[Seite 221] wohlriechende Salben bringend, tragend, enthaltend, Poll. 7, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροφόρος: -ον, ὁ φέρων μύρα, Πολυδ. Ι΄, 119, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (ΑΜ μυροφόρος, -ον)
1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρες
εκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες της Γαλιλαίας, μαθήτριες του Χριστού, οι οποίες μετά την ταφή του πήγαν να αλείψουν το σώμα του με μύρα και άκουσαν πρώτες από τον άγγελο το μήνυμα της Ανάστασης
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μυροφόρα
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -φόρος (< φέρω)].