ἄσκαφος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(big3_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askafos
|Transliteration C=askafos
|Beta Code=a)/skafos
|Beta Code=a)/skafos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not dug about</b>, ἄμπελοι <span class="bibl">Str.11.4.3</span>.</span>
|Definition=ἄσκαφον, [[not dug about]], ἄμπελοι Str.11.4.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἄσκᾰφος) -ον<br />agr. [[no labrado]], [[no cavado]] γῆ Pratin.5, ἄμπελοι Str.11.4.3, cf. Poll.1.246.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] ([[σκάπτω]]), unbehackt, [[ἄμπελος]] Strab. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0370.png Seite 370]] ([[σκάπτω]]), unbehackt, [[ἄμπελος]] Strab. 11.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=(ἄσκᾰφος) -ον<br />agr. [[no labrado]], [[no cavado]] γῆ Pratin.5, ἄμπελοι Str.11.4.3, cf. Poll.1.246.
|mltxt=-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, [[άσκαπτος]] (AM [[ἄσκαφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με [[σκαλιστήρι]] («άσκαφτο [[αμπέλι]]», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ανοιχτεί με [[σκάψιμο]] («άσκαφτος [[λάκκος]]»)<br /><b>2.</b> όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο [[χωράφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[άσκαφος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκαφος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εσκάφην</i>, [[σκάπτω]]<br /><i>άσκαβος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκάβω]]<br /><i>άσκαφτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσκαπτος]]<br />[[άσκαπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκαπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκάπτω]]. Ο χ. [[άσκαπτος]] μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα <i>Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκᾰφος Medium diacritics: ἄσκαφος Low diacritics: άσκαφος Capitals: ΑΣΚΑΦΟΣ
Transliteration A: áskaphos Transliteration B: askaphos Transliteration C: askafos Beta Code: a)/skafos

English (LSJ)

ἄσκαφον, not dug about, ἄμπελοι Str.11.4.3.

Spanish (DGE)

(ἄσκᾰφος) -ον
agr. no labrado, no cavado γῆ Pratin.5, ἄμπελοι Str.11.4.3, cf. Poll.1.246.

German (Pape)

[Seite 370] (σκάπτω), unbehackt, ἄμπελος Strab. 11.

Greek Monolingual

-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος»)
2. όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο χωράφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. άσκαφος < α- στερ. + -σκαφος < εσκάφην, σκάπτω
άσκαβος < α- στερ. + σκάβω
άσκαφτος < άσκαπτος
άσκαπτος < α- στερ. + σκαπτός < σκάπτω. Ο χ. άσκαπτος μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας].