ἄσειρος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aseiros
|Transliteration C=aseiros
|Beta Code=a)/seiros
|Beta Code=a)/seiros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[without trace]], ἵππος <span class="bibl">Eust.1734.2</span>.</span>
|Definition=ἄσειρον, [[without trace]], ἵππος Eust.1734.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene tiro]] ἵππος <i>Trag.Adesp</i>.200, cf. Eust.1734.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0369.png Seite 369]] ohne Seil, nicht angebunden, [[ἵππος]] Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0369.png Seite 369]] ohne Seil, nicht angebunden, [[ἵππος]] Hesych.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene tiro]] ἵππος <i>Trag.Adesp</i>.200, cf. Eust.1734.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἄσειρος]], -ον) [[σειρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει ταπεινή [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[καχεκτικός]], [[αδύνατος]]<br /><b>3.</b> «ἄσειρον [[ἱστίον]]» — το [[πανί]] που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας<br /><b>μσν.</b><br />«[[ἄσειρος]] [[ἵππος]]» — ο [[άδετος]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἄσειρος]], -ον) [[σειρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος έχει ταπεινή [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> (για ζώο) [[καχεκτικός]], [[αδύνατος]]<br /><b>3.</b> «ἄσειρον [[ἱστίον]]» — το [[πανί]] που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας<br /><b>μσν.</b><br />«[[ἄσειρος]] [[ἵππος]]» — ο [[άδετος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσειρος Medium diacritics: ἄσειρος Low diacritics: άσειρος Capitals: ΑΣΕΙΡΟΣ
Transliteration A: áseiros Transliteration B: aseiros Transliteration C: aseiros Beta Code: a)/seiros

English (LSJ)

ἄσειρον, without trace, ἵππος Eust.1734.2.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene tiro ἵππος Trag.Adesp.200, cf. Eust.1734.2.

German (Pape)

[Seite 369] ohne Seil, nicht angebunden, ἵππος Hesych.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἄσειρος, -ον) σειρά
νεοελλ.
1. όποιος έχει ταπεινή καταγωγή
2. (για ζώο) καχεκτικός, αδύνατος
3. «ἄσειρον ἱστίον» — το πανί που δεν έχει σειρές για να το μαζεύουν σε περιπτώσεις κακοκαιρίας
μσν.
«ἄσειρος ἵππος» — ο άδετος.