ἄνηστις: Difference between revisions
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anistis | |Transliteration C=anistis | ||
|Beta Code=a)/nhstis | |Beta Code=a)/nhstis | ||
|Definition=ὁ, ἡ, | |Definition=ὁ, ἡ, = [[νῆστις]], A.''Fr.''258A, Cratin.45. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως<br />[[que está en ayunas]] Cratin.45 (cj.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[ἄνηστις]] δ' οὐκ ἀποστατεῖ [[γόος]] un hambriento lamento no le deja</i> A.<i>Fr</i>.433. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνηστις''': ὁ, ἡ, = [[νῆστις]], «ὅτι τὸ [[ἄνηστις]] ὁ [[νῆστις]] πλεονασμῷ τοῦ α, ὡς [[στάχυς]] ἄσταχυς παρὰ Κρατίνῳ κεῖται, ‘οὐ γάρ τοι [[σύγε]] πρῶτος | |lstext='''ἄνηστις''': ὁ, ἡ, = [[νῆστις]], «ὅτι τὸ [[ἄνηστις]] ὁ [[νῆστις]] πλεονασμῷ τοῦ α, ὡς [[στάχυς]] ἄσταχυς παρὰ Κρατίνῳ κεῖται, ‘οὐ γάρ τοι [[σύγε]] πρῶτος ([[ἄκλητος]]) φοιτᾷς ἐπὶ [[δεῖπνον]] [[ἄνηστις]]’» Ἀθήν. 2. 47Α (Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ»): πρβλ. [[νώνυμος]] [[ἀνώνυμος]], [[νήνεμος]] [[ἀνήνεμος]], [[νήριθμος]] [[ἀνήριθμος]]· ἴδε Α. Β. 402. 32 καὶ Σουΐδ. [[ὅστις]] ἀναφέρει καὶ τὴν ἀντίθετον σημασίαν: «ὁ μὴ γεγευμένος», ἀλλ’ ἀμάρτυρον. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, = νῆστις, A.Fr.258A, Cratin.45.
Spanish (DGE)
-εως
que está en ayunas Cratin.45 (cj.)
•fig. ἄνηστις δ' οὐκ ἀποστατεῖ γόος un hambriento lamento no le deja A.Fr.433.
German (Pape)
[Seite 230] εως, = νῆστις, nüchtern, Cratin. in B. A. 402.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνηστις: ὁ, ἡ, = νῆστις, «ὅτι τὸ ἄνηστις ὁ νῆστις πλεονασμῷ τοῦ α, ὡς στάχυς ἄσταχυς παρὰ Κρατίνῳ κεῖται, ‘οὐ γάρ τοι σύγε πρῶτος (ἄκλητος) φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις’» Ἀθήν. 2. 47Α (Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ»): πρβλ. νώνυμος ἀνώνυμος, νήνεμος ἀνήνεμος, νήριθμος ἀνήριθμος· ἴδε Α. Β. 402. 32 καὶ Σουΐδ. ὅστις ἀναφέρει καὶ τὴν ἀντίθετον σημασίαν: «ὁ μὴ γεγευμένος», ἀλλ’ ἀμάρτυρον.